Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διακεκριμένος διάσημος

  • 1 выдающийся

    выдающийся διακεκριμένος, διάσημος (тк. о- человеке )' εξαίρετος (замечательный)
    * * *
    διακεκριμένος διάσημος (тк. о человеке); εξαίρετος ( замечательный)

    Русско-греческий словарь > выдающийся

  • 2 знатный

    знатный (знаменитый) διάσημος, διακεκριμένος
    * * *
    ( знаменитый) διάσημος, διακεκριμένος

    Русско-греческий словарь > знатный

  • 3 видный

    ви́дн||ый
    прил
    1. (видимый) ὁρατός:
    быть \видныйым εἶμαι ὁρατός·
    2. (выдающийся) διακεκριμένος, ἐξέχων, περιφανής, διάσημος:
    \видный ученый ὁ διακεκριμένος ἐπιστήμονας· \видныйое положение ἡ ἐξέχουσα (διακεκριμένη) θέση·
    3. (рослый, статный) разг λεβέντης, μέ καλή κορμοστα-σιά.

    Русско-новогреческий словарь > видный

  • 4 знатный

    знатный
    прил
    1. (о выдающихся людях) διάσημος, διαπρεπής, διακεκριμένος:
    \знатный сталевар διακεκριμένος χύτης·
    2. уст. (принадлежащий к знати) εὐγενής, εὐπατρίδης, ἀριστοκρατικός:
    \знатный род γένος εὐγενών, ἀριστοκρατική οίκογέ-νεια.

    Русско-новогреческий словарь > знатный

  • 5 видный

    επ., βρ: виден, видна, видно, видны, κ. видны.
    1. ορατός, θεατός•

    дом виден издали το σπίτι φαινόταν από μακριά.

    || περίοπτος, περίβλεπτος•

    -ое место περίοπτη θέση.

    2. επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος•

    видный ученый διακεκριμένος επιστήμονας.

    3. ψηλόσωμος•

    видный мужчина ψηλός άντρας.

    Большой русско-греческий словарь > видный

  • 6 знаменитый

    επ., βρ: -нит, -а, -о.
    1. διάσημος, ξακουστός, περιφανής• διακεκριμένος•

    знаменитый учный διακεκριμένος επιστήμονας•

    знаменитый оратор ξακουστός ρήτορας.

    2. έξοχος, υπέροχος.

    Большой русско-греческий словарь > знаменитый

  • 7 выдающийся

    выдающийся
    1. прич. от выдаваться·
    2. прил (замечательный) διακεκριμένος, διαπρεπής, ἐπιφανής, διάσημος (о человеке)/ ἀξιοσημείωτος, ἀξιόλογος (о событии).

    Русско-новогреческий словарь > выдающийся

  • 8 заслуженный

    επ. από μτχ.
    1. άξιος, επάξιος, αντάξιος•

    -ая награда επάξιο βραβείο.

    || δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος•

    -ая кара δίκαια τιμωρία.

    2. διακεκριμένος, επιφανής, διάσημος. || μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας.

    Большой русско-греческий словарь > заслуженный

  • 9 знатный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. (παλ.) ευγενής, ευπατρίδης, σοιλίτικος•

    -ая дама κυρία ευγενικής καταγωγής.

    2. (μόνο ως πλήρες επ.)
    επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκλεκτός. || μεγάλος, δυνατός, σημαντικός•

    -ая сумма σεβαστό ποσό•

    знатный мороз γερή παγωνιά, δριμύ ψύχος.

    Большой русско-греческий словарь > знатный

См. также в других словарях:

  • γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος …   Dictionary of Greek

  • επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… …   Dictionary of Greek

  • επιφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, διακεκριμένος, διάσημος, περίφημος: Επιφανής πολιτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • πανεύσημος — ον, Μ πολύ επίσημος, διακεκριμένος («ἐπιστάτης τῆς πανευσήμου ἡμέρας τῆς Χριστοῡ ἀναστάσεως», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔσημος «ευοίωνος, διάσημος, ένδοξος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»